Ξεκάθαρη θέση για την παράνοια των μεταγραφών Απριλίου σε Β’ και Γ’ κατηγορία πήρε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Προπονητών Υδατοσφαίρισης, καθώς μέσω ανακοίνωσης ο ΣΕΠΥ στοιχειοθετεί τους λόγους που αυτή η συνθήκη υποβαθμίζει την ελληνική υδατοσφαίριση και τον αναπτυξιακό χαρακτήρα των εν λόγω κατηγοριών.
Η ανακοίνωση του ΣΕΠΥ:
Θεωρούμε ότι οι αθλητές και οι προπονητές (μέλη ή μη μέλη του ΣΕΠΥ) αποτελούν την “καρδιά” του αθλήματος που αγαπάμε. Η καθημερινή τους προσπάθεια έχει καταστήσει τη χώρα μας μία υπερδύναμη παγκοσμίως, με διακρίσεις σε άνδρες και γυναίκες, σε κάθε ηλικιακό επίπεδο. Για το λόγο ενώ ο ΣΕΠΥ δεν ασκεί διοίκηση στο άθλημα – αυτό είναι αποκλειστική ευθύνη και προνόμιο της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας Ελλάδος – εντούτοις οφείλει να έχει άποψη για τα τεκταινόμενα. Οι τοποθετήσεις και οι προτάσεις του ΣΕΠΥ γίνονται πάντα καλοπροαίρετα προς την ΚΟΕ, με στόχο να φωτίσουν πτυχές αποκλειστικά αγωνιστικών θεμάτων, βάσει της καθημερινής τριβής μας με το άθλημα.
Από την αγωνιστική περίοδο 2022 – 2023 καθιερώθηκε μία ξεχωριστή μεταγραφική περίοδος για τις ομάδες που συμμετέχουν στα πρωταθλήματα της Β’ και της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας (01 – 30 Απριλίου). Το γεγονός αυτό έδωσε άνεση στις συγκεκριμένες ομάδες να προετοιμάσουν τους φακέλους των υπό μεταγραφή αθλητών, καθώς κινούνται σε πιο αργούς ρυθμούς το Σεπτέμβριο, με τις επίσημες υποχρεώσεις τους να ξεκινάνε το καλοκαίρι. Επίσης, περιόρισε τον αριθμό των υπό εξέταση μεταγραφικών περιπτώσεων στο ξεκίνημα της αγωνιστικής περιόδου. Η συγκεκριμένη θετική κίνηση της ΚΟΕ συνοδεύτηκε κι από μία σημαντική αλλαγή όσον αφορά τη δυνατότητα απόκτησης παικτών από αυτές τις ομάδες: έχουν πλέον τη δυνατότητα να αποκτήσουν με μεταγραφή αθλητές, που την ίδια αγωνιστική περίοδο συμμετείχαν σε ομάδες της Α1 και της Α2 Εθνικής κατηγορίας.
Πέρυσι αρκετές ομάδες Β΄ και Γ’ Κατηγορίας έκαναν χρήση της συγκεκριμένης μεταγραφικής δυνατότητας, ενώ τη φετινή αγωνιστική περίοδο η συγκεκριμένη πρακτική τείνει να γίνει ο κανόνας. Ουσιαστικά, παρατηρείται μία μαζική μετακίνηση αθλητών της Α1 και (κυρίως) της Α2 Εθνικής Κατηγορίας προς ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών. Αποτέλεσμα είναι η δραματική αλλαγή των αγωνιστικών συσχετισμών σε βάρος των συλλόγων που επενδύουν στις ακαδημίες τους, σε γηγενείς παίκτες και σε παίκτες που λόγω αγωνιστικής ικανότητας ή επαγγελματικών υποχρεώσεων επέλεξαν να υπηρετήσουν το αγαπημένο τους άθλημα σε χαμηλότερο αγωνιστικό επίπεδο. Όσων αφορά τους συναδέλφους προπονητές αυτών των κατηγοριών, ουσιαστικά ευνοούνται όσοι έχουν πρόσβαση σε προπονητές ή αθλητές της Α1 & Α2 Εθνικής Κατηγορίας κι όσοι έχουν πρόθεση να επενδύσουν ένα σεβαστό χρηματικό ποσό σε αμοιβές αθλητών. Σίγουρα πάντως δεν ενθαρρύνονται να συνεχίσουν όσοι συνάδελφοι πιστεύουν στην καθημερινή προπονητική διαδικασία και στην επένδυση χρημάτων στις ακαδημίες και σε γηγενείς αθλητές.
Ο ΣΕΠΥ αναγνωρίζοντας κι εκτιμώντας το έργο του Έλληνα προπονητή προτείνει την κατάργηση της εν λόγω μεταγραφικής διάταξης ή την επιβολή περιορισμού στον αριθμό των αθλητών που μπορεί μία ομάδα να αποκτήσει κατ’ αυτό τον τρόπο, πχ Δύο αθλητές. Είναι απαραίτητο να συμβάλλουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαφύλαξη του ρόλου του προπονητή κι όχι στη σταδιακή μετατροπή του σε διοικητικό παράγοντα. Η αναβάθμιση του επιπέδου στη Β’ και στη Γ’ Κατηγορία θα γίνει μέσα από την πολυετή και σε βάθος καλλιέργεια του αθλήματος σε επίπεδο ακαδημίας – ηλικιακών ομάδων. Έτσι θα μπούνε στέρεες βάσεις, θα αναπτυχθεί γενικότερα το άθλημα και θα δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις προπονητών. Η αποσπασματική συμμετοχή αξιόλογων αθλητών από την Α1 & Α2 Εθνική Κατηγορία δε θεωρούμε ότι συνιστά πρόοδο για τις χαμηλότερες κατηγορίες, αλλά υποδαυλίζει τον αναπτυξιακό χαρακτήρα που θα πρέπει να διέπει αυτές τις κατηγορίες.
Είμαστε βέβαιοι ότι η ΚΟΕ που εμπράκτως τιμά και εμπιστεύεται τον Έλληνα προπονητή – σε όλες τις εθνικές ομάδες μας ηγούνται Έλληνες προπονητές – θα κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στον κανονισμό μεταγραφών, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η ομαλότητα στη Β’ & Γ’ Κατηγορία.