Στον ελληνικό υγρό στίβο έχουμε την τύχη να υπάρχουν ξεχωριστοί αθλητές, που με τις επιδόσεις τους και τις προσπάθειες τους καταφέρνουν και ξεχωρίζουν.
Αυτό που είναι ακόμη σπουδαιότερο, είναι πως αν κοιτάξουμε γύρω μας, παιδιά από όλες τις κατηγορίες των αθλημάτων βάζουν τα δυνατά τους, συμμετέχουν σε μεγάλες διοργανώσεις και διακρίνονται. Τίποτα δεν είναι απλό και αυτονόητο, γιατί οι κόποι που καταβάλλονται δεν έχουν κάποιο «συμβόλαιο» με την επιτυχία.
Πριν από μερικές ημέρες διεξήχθη το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Τεχνικής Κολύμβησης στο Κάλι της Κολομβίας. Εκεί λοιπόν στα περίπου… 1200 μέτρα υψόμετρο, ο Έλληνας κολυμβητής Χρήστος Καλαϊτζόπουλος έγραψε ξανά ιστορία. Πριν καλά καλά συμπληρώσει τα 19 του χρόνια κατέκτησε δύο μετάλλια από τα τρία της Ελλάδας στη διοργάνωση. Δύο πτήσεις με ώρες ατελείωτες, μία χώρα με ένα κλίμα αλλιώτικο, όνειρα κατακτήσεις και διακρίσεις. Όλα αυτά και πολλά ακόμα είπε στη συζήτηση που είχε ο νεαρός αθλητής με το #AQF24, τα οποία δεν χάνονται. Βλέπετε πάντα στις συνεντεύξεις λέμε ότι δεν χάνονται τα όσα ειπώνονται, αλλά δεν το κάνουμε χάριν της προσωπικής μας ματαιοδοξίας. Το κάνουμε γιατί καθείς έχει να δώσει μία διαφορετική εκδοχή για όσα συμβαίνουν, τη δική του «ματιά».
Κατά την εκκίνηση της κουβέντας μας με το Χρήστο, τον ρωτήσαμε πρώτα πρώτα πέραν του αμιγώς αγωνιστικού, πως είναι να κάνεις ένα ταξίδι μέχρι το Κάλι, τι ιδιομορφίες μπορεί να έχει, τι διαφορετικό μπορεί να συναντήσεις εκεί. «Καταρχάς είχαμε ένα τεράστιο ταξίδι, ειδικά στην επιστροφή ήταν συνολικά 30 ώρες μαζί με τις ενδιάμεσες στάσεις. Πολύ διαφορετική πόλη από τα όσα έχουμε συναντήσει στην Ελλάδα. Οι πόλεις δεν έχουν κέντρα και μαγαζιά, πχ όπως στο Μοναστηράκι, βλέπεις διαφορετικά πράγματα, είναι πιο φτωχά τα πράγματα, το βλέπεις δηλαδή. Το καλό είναι ότι μπορέσαμε να κυκλοφορήσουμε και να δούμε πως είναι εκεί τα πράγματα».
«Η αγαπημένου μου κούρσα…»
Όπως είναι φυσικό αυτό το ταξίδι από μόνο του είναι κάτι ξεχωριστό, να πηγαίνεις στην άλλη άκρη του κόσμου για να ζεις το όνειρο σου. Ο 18χρονος αθλητής αμέσως μετά μας είπε για την εμπειρία της κούρσας των 200 και των 400 μέτρων, το τι του άρεσε τι δυσκόλεψε και πολλά ακόμα. Χαρακτηριστικά είπε πως «Μπορώ να πω πως η κούρσα των 200 ήταν μία από τις αγαπημένες μου, ήταν ωραίος αγώνας συνολικά. Δεν ήταν το ίδιο στα 400 μέτρα, εκεί κουράστηκα περισσότερο ενώ επίσης έχω κάνει πολύ καλύτερους προσωπικούς χρόνους. Ήταν όμως μία ωραία εμπειρία γιατί υπήρχε και αυτή η διαφοροποίηση με το υψόμετρο αλλά και το κλίμα στην περιοχή ήταν κάπως «τρελό». Κάθε πρωί έβρεχε, μετά θα άλλαζε ο καιρός απότομα, ήταν πολύ περίεργο αλλά το συνηθίσαμε μετά από λίγο».
Αμέσως μετά μας μετέφερε στη φυσική ερώτηση που του κάναμε για το πως αισθάνεται που έφτασε στις θέσεις των μεταλλίων και δεν μπορούσε να κρύψει την ικανοποίηση του. Εκεί που σταθήκαμε όμως και μας εξήγησε αναλυτικά ήταν ο «δρόμος» μέχρι και τους αγώνες του καλοκαιριού. Γιατί μπορεί να είναι ωραίο να σε βλέπουν όλοι όταν βρίσκεσαι πάνω από την επιφάνεια του νερού ή ακόμα και πάνω από τα ίδια τα κύματα, αλλά κανείς δε γνωρίζει ότι για να φτάσεις εκεί πρέπει να καταβάλεις πολύ κόπο, ξεκινώντας από το βυθό.
Ένας χρόνος αλλιώτικός και οι άνθρωποι που ήταν «εκεί»
«Αυτός ο χρόνος ήταν πολύ δύσκολος για εμένα, πέρσι τελείωσα το σχολείο και φέτος έπρεπε να συνδυάσω τη σχολή μου με τις προπονήσεις. Πέρασα Ναυπηγών στην Αθήνα και ήταν διαφορετική χρονιά για εμένα».
Πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν ο Ασημένιος Παγκόσμιος Πρωταθλητής, αναφέρθηκε στους ανθρώπους που τον στήριξαν, αλλά και ποιο ρόλο διαδραμάτισαν όλοι τους στη διαδρομή του τη χρονιά που πέρασε, η οποία μάλιστα όπως και πριν εξήγησε ήταν άκρως απαιτητική. «Μέσα στη χρονιά προπονούμουν πάρα πολύ μαζί με τον προπονητή μου, ο οποίος ήταν πάντα δίπλα μου. Πέρα από τα αγωνιστικά είναι και φίλος μου και με βοηθάει σε ό,τι χρειάζομαι και με στηρίζει. Ο Γιάννης ο Δέλιος ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι και είναι στην προσπάθεια που κάνω. Δεν χρειάζεται να μιλάμε πάντα για όσα κάνουμε, αυτά μένουν μεταξύ εμού, του αδερφού μου και του κόουτς».
Καθώς όμως περιέγραφε, εμείς παρεισφρήσαμε για να του κάνουμε μία ερώτηση που πολλές φορές δημιουργείται. Το πως δηλαδή ένα παιδί σε μία τόσο νεαρή ηλικία διαχειρίζεται την επιτυχία και πως παραμένει ταπεινός. «Αυτό που με ρώτησες για το πως «δεν παίρνουν τα μυαλά μου αέρα», η απάντηση είναι η ίδια, με συμβουλεύουν συνέχεια ο προπονητής μου ο αδερφός μου και φυσικά οι γονείς μου. Επίσης να πω ότι με βοήθησε πολύ στην προσπάθεια μου μέσα στο έτος και ο Βασίλης ο Δεμέτης. Το καλό με την προετοιμασία μου ήταν πως είχα την ευκαιρία να συναντήσω καλές συνθήκες προπόνησης. Δηλαδή προπονήθηκα στο ανοιχτό κολυμβητήριο στο Γουδή, αλλά επίσης προπονήθηκα και σε υψόμετρο 700 περίπου μέτρων. Είχα δηλαδή αρκετά από αυτά που χρειαζόμουν για να μη με δυσκολέψουν οι συνθήκες της Κολομβίας».
Καθώς φτάναμε προς το τέλος τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα του «μεγάλου ονείρου». Το όνειρο δηλαδή που έχει ένας αθλητής που είναι στην αρχή της καριέρας του. «Τα όνειρα κοστίζουν και δε μας περισσεύουν» λέει η φράση του τραγουδιού και είναι απόλυτη αλήθεια για όλους, για αυτό ας διαβάσουμε τι ονειρεύεται ο Χρήστος Καλαϊτζόπουλος για το μέλλον του:
«Πραγματικά όνειρο μου είναι κάτι το οποίο δεν ξέρω αν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί. Θα ήθελα να βρεθώ σε Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να μπει το άθλημα μου στο πρόγραμμα, κάτι το οποίο όπως έχει γίνει γνωστό δεν θα γίνει μέχρι το 2032. Τότε εγώ θα έχω μεγαλώσει και δεν ξέρω κατά πόσο είναι πιθανό να το προλάβω. Θα το ήθελα όμως πάρα πολύ να το ζήσω αυτό. Θα ήταν κάτι το οποίο θα ήταν φανταστικό. Από εκεί και πέρα στα πιο… σύντομα ετοιμάζομαι για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις που έρχονται το νέο έτος, αλλά για την ώρα νομίζω πως θα ξεκουραστώ λίγο».