Πολλές φορές όσο σωστή και αν είναι μια δήλωση, ο κόσμος καχύποπτα την αφουγκράζεται με κριτήριο από ποια χείλη ξεστομίζεται.
Η Εθνική μπάσκετ έχει γίνει περίγελος, έως σήμερα και δεν θα αλλάξει αυτό, ακόμη και αν με εφαλτήριο το παιχνίδι με την Πολωνία προκριθεί και φτάσει στο χρυσό μετάλλιο. Το θαύμα, του θαύματος.
Μέσα μας υπάρχει πάντα ένα βαθιά ρομαντικό συναίσθημα για ότι κινείται γύρω από τις Εθνικές ομάδες και πολλές φορές με υπερβολή, δεν μπορούμε να το κρύψουμε.
Η δήλωση του Θανάση Αντετοκούνμπο μετά την κατραπακιά από τη Φινλανδία το βράδυ της Τρίτης αποτυπώνει πλήρως όσα θα θέλαμε να πούμε και να κάνουμε, αν είχαμε την ευκαιρία να φοράμε τη «γαλανόλευκη», έστω και για ένα φεγγάρι.
Δεν γίνεται, ρε γαμώτο, να φοράς το εθνόσημο και να είσαι αδιάφορος:
«Να παίζουν στην Εθνική αυτοί που θέλουν να παίζουν με την ψυχή τους».
Τα εν οίκω μη εν δήμω είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια ομάδα, ώστε να απορροφηθεί ακόμη και η ισχυρότερη σύγκρουση μεταξύ των μελών της, όμως όταν ένα σύνολο γίνεται περιφερόμενος θίασος και οι αντίπαλοι ανυπομονούν να παίξουν τις πρώτες πέντε άμυνες με βοήθεια από κοντό πάνω στον Μπουρούση, τότε ο Αντετοκούνμπο που ενοχλεί είναι το καίριο ξυπνητήρι.
Υπάρχουν Εθνικές ομάδες που έχουν γίνει περίγελος στα μάτια της κοινής γνώμης, έχοντας στη διάθεση τους πυραύλους, ενώ άλλες χτίζουν τα τελευταία χρόνια μια εξαιρετική φήμη με νεροπίστολα, μιλώντας σε οικονομική βάση. Δεν είναι τυχαίο ότι δημοσιογράφοι έχουν σχολιάσει για τις Εθνικές ομάδες πόλο το τελευταίο διάστημα τα καλύτερα, ενώ την αναγάγουν, όντας ορισμένες φορές μπασκετικοί, την υδατοσφαίριση ως «Επίσημη Αγαπημένη».
Ναι μεν ασχολούνται μόνο στους πανηγυρισμούς, ενώ άλλοι έχουν το πραγματικό μεράκι για αυτό το άθλημα, αλλά αυτό μόνο καλό κάνει στο πιο αδικημένο ομαδικό σπορ της Ελλάδας.
Η δήλωση του Αντετοκούνμπο έχει διπλή ανάγνωση ευτυχώς. Είναι λέξεις που χτυπούν στην καρδιά, από καρδιάς. Είναι η απάντηση σε όλα εκείνα τα παιδιά που είχαν την ευκαιρία να αγωνίζονται για το εθνόσημο και παρόλα αυτά γύριζαν την πλάτη στις Εθνικές ομάδες (για κατανοητούς λόγους πολλές φορές). Είναι η σφαλιάρα στο σβέρκο όσων – μικρόψυχων – αποφασίζουν για τις τύχες ενός παιδιού, θεωρώντας τσιφλίκι τους κάτι που εκπροσωπεί μια χώρα.
Πόσα παιδιά στις μικρές Εθνικές ομάδες τα παρατάνε επειδή απέκτησαν το άνευ. Πόσοι επιλέγουν πότε θα αγωνιστούν πριν καλά-καλά ενηλικιωθούν. Λειτουργεί έτσι το σύστημα, διότι με αυτόν τον τρόπο συντηρείται η ματαιοδοξία ανθρώπων που θέλουν να έχουν τον τίτλο, αλλά από ηθική πασχίζουν.
Υπάρχουν αθλητές που ποτέ δεν μπόρεσαν να πιάσουν το όνειρό τους και να φορέσουν το εθνόσημο. Υπάρχουν εκείνοι που το έκαναν, χωρίς να πάρουν ουσιαστικά καμία ευκαιρία και βίωσαν την αδικία στο πετσί τους, ανεβαίνοντας έναν προσωπικό Γολγοθά κάθε καλοκαίρι για να κυνηγούν το στόχο τους.
Αντίθετα, συναντάμε διαρκώς ριψάσπιδες, δίχως ίχνος ντροπής, ανθρωπάκια που φοβούνται το μεγάλο αφεντικό και ειρωνεύονται μόνο τους αθλητές τους, μεθοδική μείωση προσωπικοτήτων, ώστε να δικαιολογηθεί αυτό που έρχεται και τέλος όλους όσοι ασκούν κριτική αλά καρτ, με βάση ποιον συμπαθούν και ποιον όχι.
Ο αθλητισμός τελικά έχει λίγες καλές στιγμές, ειδικότερα από τη στιγμή που μπαίνεις στη διαδικασία να θέλεις περισσότερα ή αν γεννήθηκες με εκείνη τη φλόγα που άλλοτε φουντώνει και άλλες φορές σιγοκαίει μέσα σου. Είναι πάντα εκεί, το ξέρεις.
Ορισμένες φορές το ταλέντο που έχεις σε πληγώνει. Θα σε βλάψει σίγουρα, έστω και επιφανειακά αν ζεις εδώ.
Υπάρχουν παιδιά που δίνουν τη ζωή τους σε αθλήματα που δεν θα τους προσφέρουν τίποτα. Όταν μπεις στο τρένο, ξέρεις ότι δεν θα γυρίσει πίσω. Μάλλον, δεν το ξέρεις, αλλά η απόφαση είναι πάντα η ίδια. Βρίσκεσαι ήδη μέσα.
Περνάνε τα χρόνια, δεν θέλεις να μαθαίνεις σε ποια στάση κατεβαίνουν οι υπόλοιποι, δεν αντιλαμβάνεσαι πώς συνεχίζουν άλλοι. Τα άτομα δίπλα σου λιγοστεύουν, εσύ συνεχίζεις για τον εαυτό σου. Και για να έχεις ακόμη μια τελευταία ευκαιρία να τραγουδήσεις εκείνους τους στίχους γεμάτους ελευθερία.
Το συναίσθημα βαρύ μα και ασήκωτο. Ύστερα από χρόνια γελάς, είτε πέτυχες εν τέλει, είτε τα γκρέμισες όλα. Στο τέλος το μόνο που μετρά είναι ότι τότε σηκώθηκες. Όσες φορές και αν χρειάστηκε…
Καλύτερα να πονάς την Ελλάδα, όπως ο πάντα «ενοχλητικός» προς πολλούς, Θανάσης Αντετοκούνμπο, παρά να εκμεταλλεύεσαι το σαθρό σύστημα για να πάρεις αυτό που θες και ύστερα να πετάξεις τη φανέλα με το εθνόσημο σε μια γωνιά, σαν πατσαβούρι.
Οι καλοί δεν δικαιώνονται πάντα, τελικά. Τουλάχιστον, όμως, δίνουν την ψυχή που δεν έχουν άλλοι. Η Εθνική ομάδα είναι ψυχή, καρδιά, πίστη, αφοσίωση. Αυτό ισχύει για όλους. Όχι μόνο για τους παίκτες.
Μάγκα, Αντετοκούνμπο.
Υ.Γ: Κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα ψέμματα, δε μπορεί.
1 comment
Προσωπικά πρέπει να σε συγχαρώ για τα γραφόμενα, οι αλήθειες πονάνε και ενοχλητικα άρθρα σαν αυτό αποφεύγονται και να γράφονται και να δημοσιοποιούνται